Η Κερύνεια ΙΙ
- Theofano Moraiti
- 7 Αυγ 2024
- διαβάστηκε 3 λεπτά
Το πλοίο της Κερύνειας αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα ναυάγια της ελληνιστικής εποχής στην ανατολική Μεσόγειο. Χρονολογείται στην περίοδο 320 - 310 π.Χ. και υπολογίζεται ότι ναυάγησε στις βόρειες ακτές της Κύπρου μεταξύ του 295 με 285 π.Χ. Η ανακάλυψή του έγινε από τον Ανδρέα Καριόλου το 1966 σε βάθος περίπου 30 μέτρων.

Το 1968 το Τμήμα Αρχαιοτήτων της Κύπρου παραχώρησε σε μία ομάδα αρχαιολόγων του πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια δύο καλοκαιρινές ανασκαφικές περιόδους, με επικεφαλής τον αρχαιολόγο Μάικλ Κάτσεφ και την σύζυγό του Σούζαν Γουόμερ Κάτσεφ, και σύντομα ξεκίνησε μία υποβρύχια ανασκαφική έρευνα που διήρκησε πέντε χρόνια. Λίγα χρόνια αργότερα και έπειτα από εκτενή μελέτη του ναυαγίου, επιχειρήθηκε η αναπαράσταση του σκαριού στα πλαίσια της πειραματικής αρχαιολογίας.
Το 1981 ο Χάρης Ε. Τζάλας προσπάθησε να προσεγγίσει τον Μάικλ Κάτσεφ και την σύζυγό του, επιθυμώντας την συνεργασία τους στην κατασκευή ενός ομοιώματος του πλοίου σε φυσική κλίμακα στο Πέρασμα του Πειραιά. Για την επίτευξη του στόχου, συνεργάστηκε με τον Μανόλη Ψαρρό, έναν από τους γνωστότερους ναυπηγούς του Περάματος και απόγονο οικογενείας καραβομαραγκών που επί γενεές κατασκεύαζαν ξύλινα καράβια στο νησί της Σύμης. Παρά τους αρχικούς δισταγμούς του Ψαρρού, για την κατασκευή του ομοιώματος χρησιμοποιήθηκε ο αρχαίος τρόπος κατασκευής «πρώτα το πέτσωμα» κατά την οποία είχε δημιουργηθεί και το αυθεντικό σκαρί.
Το εξωτερικό κέλυφος του αρχαίου πλοίου ήταν σε μεγάλο βαθμό φτιαγμένο από σανίδες πεύκου χωρίς προηγουμένως να τοποθετηθούν εσωτερικοί νομείς (δοκοί από σκληρό ξύλο με καμπύλο σχήμα). Αφού πρώτα επιλέχθηκαν κορμοί με κατάλληλη καμπύλη, η κάθε σανίδα της Κερύνειας θα λαξευόταν με σκεπάρνι. Αντιθέτως, σήμερα διαμορφώνεται αρχικά ένας σκελετός από στραβόξυλα που τοποθετούνται πάνω στην καρίνα (τρόπιδα) του πλοίου και έπειτα εφαρμόζονται οι σανίδες του πετσώματος (εξωτερική κάλυψη) πάνω στις πλευρές. Με τον τρόπο αυτό εξοικονομούσαν χρόνο και συγχρόνως απέφευγαν περιττές δαπάνες. Κατά την αρχαιότητα όμως που η εργασία, η ξυλεία και ο χρόνος πλεόναζαν, η κατασκευή πλοίων αποτελούσε ένα είδος γλυπτικής.

Όπως ήταν αναμενόμενο, το εγχείρημα για το ομοίωμα «Κερύνεια ΙΙ» ήρθε αντιμέτωπο με διάφορα εμπόδια από άποψη μελέτης και έπειτα εφαρμογής της μεθόδου. Καθώς στην συνέχεια προστέθηκαν και άλλα προβλήματα που αφορούσαν την χρηματοδότηση και την οργάνωση της κατασκευής, η διαδικασία τελικά διήρκησε τρία έτη, κάτι που για τον αρχαίο μαραγκό αποτελούσε εργασία τριών έως τεσσάρων μηνών.
Το 1984 και το 1985 ξεκίνησαν οι πρώτες δοκιμαστικές διαδρομές, που συνεχίστηκαν τον Σεπτέμβριο του 1986 και την άνοιξη του 1987 με δύο εκτεταμένα πειραματικά ταξίδια προς την Κύπρο, με επιστροφή στον Πειραιά. Το πλήρωμα στελέχωσαν πολλοί πρωταθλητές ιστιοπλοΐας και ιστιοπλόοι που είχαν συμμετάσχει σε Ολυμπιακούς Αγώνες. Το πλοίο σάλπαρε και επισκέφθηκε λιμάνια διαφόρων νησιών του Αιγαίου με σπουδαίο παρελθόν χιλιετιών στη ναυσιπλοΐα, και συνέχισε τα πειραματικά του ταξίδια για δεκαεπτά ακόμα χρόνια.
